- ποδαριά
- η, Νίχνος ποδιού, πατημασιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < ποδάρι + κατάλ. -ιά (πρβλ. αγκων-ιά].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ποδάρια — ποδάριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποδάρι — το / ποδάριον, ΝΜΑ το πόδι νεοελλ. 1. πίεση που ασκείται από τον κατακτητή μιας χώρας («στην Πόλη Τούρκου δεν πατούν κι Αγαρηνού ποδάρια», Βιζυην.) 2. φρ. α) «ποδάρι τού παλάγκου» ναυτ. σχοινί ή αλυσίδα με τροχαλία που χρησιμεύει στην ανύψωση… … Dictionary of Greek
διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
καλάρω — (λ. ιταλ.), καλάρισα και κάλαρα 1. ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα για αλιεία: Καλαρίσαμε τα δίχτυα από πολύ πρωί. 2. έχω βύθισμα: Το βαπόρι καλάρει δέκα ποδάρια. 3. πείθω κάποιον, τον καταφέρνω: Τον κάλαρα και δέχτηκε την πρόταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονσόλα — η (λ. γαλλ.) 1. προεξοχή οικοδομήματος που χρησιμεύει για υποστήριγμα εξωστών κ.ά., ή ως υποστάτης αγαλμάτων, αγγείων κ.ά. 2. ημιτραπέζιο που στηρίζεται στον τοίχο, με δύο ποδάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κοντοπόδαρος — η, ο αυτός που έχει κοντά ποδάρια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)